- επαναπαύομαι
- επαναπαύτηκα, επαναπαυμένος, αμτβ.1. αναπαύομαι σε κάτι, εφησυχάζω: Επαναπαύεται στις προηγούμενες επιτυχίες του.2. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι: Μην επαναπαύεσαι σ' ό,τι σουυποσχέθηκε.3. απλώς είμαι ήσυχος, δε νιώθω ανησυχία για το μέλλον.4. αρκούμαι στα υπάρχοντα, στα παρόντα.5. παραμελώ (διότι στηρίζομαι στις φροντίδες άλλου ή άλλων), το ρίχνω έξω: Πολύ επαναπαύτηκες τώρα τελευταία.6. σπν. το ενεργ., επαναπαύω μτβ., καθησυχάζω κάποιον, τον κάνω να μένει ήσυχος, τον απαλλάσσω από ανησυχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.